- σχοινοτενής
- -ές, ΝΑμτφ. αυτός που έχει παραταθεί χρονικά ή που έχει πάρει μεγάλη έκταση και, ιδίως για λόγο, μακροσκελής, εκτενής, εκτεταμένος, διεξοδικός (α. «σχοινοτενής διάλεξη» β. «σχοινοτενής περίοδος λόγου» γ. «σχοινοτενῆ ᾄσματα», Φιλόστρ.δ. «σχοινοτενὲς κῶλον», Ερμογ.)αρχ.1. τεντωμένος σαν το σχοινί με το οποίο γίνονταν οι μετρήσεις2. (κατ' επέκτ.) τεντωμένος σε ευθεία γραμμή3. πλεγμένος από σχοινιά.επίρρ...σχοινοτενώς / σχοινοτενῶς ΝΑεκτεταμένα, διεξοδικά («μίλησε σχοινοτενώς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -τενής (< αμάρτυρο *τένος < τείνω*), πρβλ. ευθυ-τενής].
Dictionary of Greek. 2013.